θαυματοποιός
Смотреть что такое "θαυματοποιός" в других словарях:
θαυματοποιός — wonder working masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματοποιός — ό (Α θαυματοποιός, όν) αυτός που κάνει θαύματα, γόης, αγύρτης, τερατουργός αρχ. 1. αυτός που κάνει θαυμάσια ακροβατικά 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ θαυματοποιός εκτελεστής θαυμάτων, ταχυδακτυλουργός («τοῦ γένους εἶναι τοῦ τῶν θαυματοποιῶν», Πλάτ.).… … Dictionary of Greek
θαυματοποιός — ο αυτός που κάνει θαύματα, ταχυδαχτυλουργός: Ήρθε χθες στο χωριό μας ένας θαυματοποιός που μας κατέπληξε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαυματοποιόν — θαυματοποιός wonder working masc/fem acc sg θαυματοποιός wonder working neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματοποιοί — θαυματοποιός wonder working masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματοποιούς — θαυματοποιός wonder working masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματοποιῷ — θαυματοποιός wonder working masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματοποιώ — (AM θαυματοποιῶ, έω) [θαυματοποιός] 1. κάνω θαύματα 2. κάνω θαυμαστά έργα ως θαυματοποιός, κάνω ταχυδακτυλουργίες … Dictionary of Greek
συγγόης — ητος, ὁ, Μ αυτός που είναι θαυματοποιός μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γόης «μάγος, θαυματοποιός»] … Dictionary of Greek
Nikos Stavridis — Νίκος Σταυρίδης Born 1910 Samos, Principality of Samos (now Greece) Died December 4, 1987 … Wikipedia
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek